- χειροτριβίη
- χειρο-τριβίη, ἡ, Handübung, ärztliche Praxis
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειροτριβίη — ἡ, ΜΑ, και χειροτριβία Μ [χειροτριβώ] τριβή, τρίψιμο με το χέρι κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις … Dictionary of Greek